- λόγισις
- λόγ-ισις, εως, ἡ,A = λογισμός, Phryn.PS p.65 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόγισις — λόγισις, ἡ (Α) [λογίζομαι] λογισμός … Dictionary of Greek
λόγισις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίσει — λόγισις fem nom/voc/acc dual (attic epic) λογίσεϊ , λόγισις fem dat sg (epic) λόγισις fem dat sg (attic ionic) λογίζομαι count fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίσηι — λόγισις fem dat sg (epic) λογίσῃ , λογίζομαι count aor subj mp 2nd sg λογίσῃ , λογίζομαι count fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγισι — λόγισις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίσῃ — λογίσηι , λόγισις fem dat sg (epic) λογίζομαι count aor subj mp 2nd sg λογίζομαι count fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)